βραχυκυκλώνω

βραχυκυκλώνω
βραχυκυκλώνω, βραχυκύκλωσα βλ. πίν. 3
——————
Σημειώσεις:
βραχυκυκλώνω : χρησιμοποιείται και με την έννοια βραχυκυκλώνομαι ( παθαίνω βραχυκύκλωμα).

Τα ρήματα της νέας ελληνικής. 2013.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • βραχυκυκλώνω — [βραχυκύκλωμα] 1. θέτω σε βραχυκύκλωση, δηλαδή αποκαθιστώ σύνδεση βραχυκυκλώματος σ ένα ηλεκτρικό κύκλωμα 2. παγιδεύω κάποιον περιορίζοντας την ελευθερία κινήσεων ή ενεργειών του …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”